- αιμίνη
- ηHämin n
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αιμίνη — Κατηγορία οργανικών ενώσεων, παραγώγων της πορφίνης. Πρόκειται για άλατα της αιματίνης. Η πιο συνηθισμένη α. είναι το υδροχλωρικό άλας της αιματίνης. Από χημικής πλευράς πρόκειται για τετραπυρρολικό δακτύλιο (πορφίνη) με ένα άτομο τρισθενούς… … Dictionary of Greek
Φίσερ, Χανς — (Fischer, Χεχστ επί του Μάιν 1881 – Μόναχο 1945). Γερμανός χημικός. Δίδαξε εφαρμοσμένη ιατρική χημεία στο Ίνσμπουργκ και στη Βιέννη. Το 1921 έγινε καθηγητής και διευθυντής του Ινστιτούτου της οργανικής χημείας στο Πολυτεχνείο του Μονάχου.… … Dictionary of Greek